- τεκταίνομαι
- (тк ενεστ. и παρατ ) μετ. тайно замышлять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… … Dictionary of Greek
τεκταινομένων — τεκταίνομαι frame pres part mp fem gen pl τεκταίνομαι frame pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταινέσθων — τεκταίνομαι frame pres imperat mp 3rd pl τεκταίνομαι frame pres imperat mp 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταινόμενον — τεκταίνομαι frame pres part mp masc acc sg τεκταίνομαι frame pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταινόντων — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut gen pl τεκταίνομαι frame pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταῖνον — τεκταίνομαι frame pres part act masc voc sg τεκταίνομαι frame pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταίνει — τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd sg τεκταίνομαι frame pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταίνοντα — τεκταίνομαι frame pres part act neut nom/voc/acc pl τεκταίνομαι frame pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταίνοντι — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat sg τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταίνουσι — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκταίνουσιν — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)